σπάραξη

σπάραξη
η / σπάραξις, -άσεως, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ιριδίδες τής τάξης ιριδώδη και περιλαμβάνει 4 έως 6 είδη πολυετών ποωδών φυτών με σωληνοειδή ή χοανοειδή άνθη
αρχ.
σπαραγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαράσσω. Η λ. ως επιστημονικός όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. sparaxis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπαράξῃ — σπαράξηι , σπάραξις retching fem dat sg (epic) σπαράσσω tear aor subj mid 2nd sg σπαράσσω tear aor subj act 3rd sg σπαράσσω tear fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαράξηι — σπάραξις retching fem dat sg (epic) σπαράξῃ , σπαράσσω tear aor subj mid 2nd sg σπαράξῃ , σπαράσσω tear aor subj act 3rd sg σπαράξῃ , σπαράσσω tear fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”